Tα μαλλιά της ήταν ακόμη βρεγμένα, και το πρόσωπο της ξαναμμένο από τον ήλιο και την αμηχανία που της προξενούσαν τα μάτια του. Ευχόταν από μέσα της τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Να τα βλέπει αυτά τα μάτια το πρωί και να ξέρει πως είναι δικά της.Ήταν όμως απαγορευμένη ζώνη τα χείλη του, το σώμα του, τα χέρια του.
Ξάπλωσε δίπλα του, κρατούσαν κ οι δύο την αναπνοή τους γνωρίζοντας πως είναι λάθος. Γιατί όμως το αισθανόταν τόσο σωστό; Ανήκαν και οι δύο αλλού. Εκείνη την στιγμή όμως μακριά από όλους κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού, μόνοι σε ένα δωμάτιο, πασαλειμμένοι ακόμη με αλάτι δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν. Αφέθηκαν σε κάτι που το ήξεραν καιρό πως τους καλούσε. Οι χτύποι της καρδιάς τους άρχισαν να χτυπούν με μανία, νόμιζες πως θα ξεριζωθούν από το στήθος τους.Οι αναπνοές τους ήταν γλυκές, γρήγορες, σχεδόν ρομαντικές, και οι αγκαλιές τους δροσερές.. Φοβήθηκαν μήπως τους πιάσουν, μήπως αυτή η πράξη τους καταδίκαζε.
Της ψιθύριζε γλυκά και την έκανε να νιώθει σαν μικρό παιδί.στο τελος αφέθηκαν, χαμογελούσαν κι οι δυο και ήξεραν πως οι επόμενες μέρες θα ήταν περίεργες. Είχε ξεχάσει πως είναι να ερωτεύεσαι, να νιώθεις έναν κόμπο στο στομάχι, να σκέφτεσαι πόσο εύκολα μπορείς να χαμογελάσεις.Ακόμη κι όταν ξέρεις πως δεν πρέπει.Είχε ξεχάσει πως το καλοκαίρι είναι γεμάτο από έρωτες ανεκπλήρωτους, όνειρα τρελά, αλκοόλ που κάνει το αίμα σου να κυλάει γρήγορα στις φλέβες σου.
Ερωτεύτηκε το πρόσωπο που της έδειξε τα αστέρια, που την κράτησε κρυφά από το χέρι, που την φίλησε χωρίς να διστάξει, την κοίταξε με τα μαύρα μάτια του και της επιβεβαίωσε όσα εκείνη απεγνωσμένα δεν έπρεπε να νιώσει.
Ανήκε όμως αλλού, η επιστροφή ήταν δύσκολη, αλλά κατάλαβε πως τόσο καιρό η έλξη ήταν αμοιβαία, κι ας θάφτηκαν όλα κάτω από την άμμο, ενός καλοκαιριού,που θα κάνει τις καρδιές τους να μην ξεχάσουν ποτέ.
σ'ευχαριστώ