Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Από τους μαύρους δικούς σου ωκεανούς, φεύγω.

Πάει λοιπόν καιρός από τότε που είδε το πρόσωπό του τελευταία φορά.

Ήταν μια ανάμνηση μακρινή και γλυκιά.

Είχε έρθει στην ζωή της με θόρυβο, με πάθος, και έτσι έφυγε.

Κρατούσε σφιχτά στην χούφτα της τις όμορφες αναμνήσεις και την μυρωδιά των κόκκινων λουλουδιών, που έφερναν στο μυαλό μια ζάλη διαφορετική από το μεθύσι.

Τις κρατούσε έτσι ώσπου μάτωσε με τα νύχια της το δέρμα της και έπεσαν σταγόνες μα όχι δάκρυα.

Καιροί όμορφοι ζεστοί και κρύοι, χειμώνες που  συντρόφευαν τα βράδια της ένα τραγούδι με ψιθύρους, καλοκαίρια με κόκκους άμμου στα μαλλιά και χαμόγελα που διέκρινες τους πιο μεγάλους ωκεανούς.

Περπατούσε ξυπόλυτη και το ρίγος του παγωμένου πατώματος έφτασε μέχρι την πλάτη της και της άρεσε η αίσθηση. Της θύμιζε τον τρόπο που την κρατούσε και συγχρόνως την άφηνε.

Πάντα την άφηνε.

Κ εκείνη γύρισε πίσω.

Ελεύθερο πνεύμα, μια ψυχή σαν χελιδόνι που επέστρεφε στην φωλιά του αλλά βαθιά γνώριζε πως δεν ανήκει εκεί. ‘Ανήκε σε άλλες αγκαλιές, που την κρατούσαν σφιχτά και δεν την πάγωναν, την έκαναν να αισθάνεται μοναδική και πως άξιζε πολλά πιο πολλά από όσα έλαβε.

Και εκεί που στην μοναξιά της παίρνει μια ανάσα μαύρου αέρα, κατάλαβε πως δεν είναι μόνη, είναι κάθε άλλο παρά μόνη.

Είναι για κάποιους μοναδική.

Ξαπλώνοντας λοιπόν σε σεντόνια από σατέν, και γλιστρώντας τα ακροδάχτυλα της στην υφή αυτή, στιφογυρνώντας στο κρεβάτι της, σκεφτόταν και σκεφτόταν.. κατάλαβε πως πρέπει να κρατήσει τις αναμνήσεις αυτές, τις καλές, να τις κρατήσει στο κατώφλι της εκεί που θα την διαδεχτούν άλλες και άλλοι, αφαιρώντας κάθε ύπαρξη του.

7 σχόλια: